16 Ιουλίου 2012
Στην αρχή νομίζεις πως ζεις μια παραίσθηση. Οι εικόνες είναι ακριβώς ίδιες με αυτές που είχε καταγράψει η μνήμη στο μακρινό παρελθόν. Σάββατο πρωί στον σταθμό Λαρίσης, δύο δεκαετίες σχεδόν από την τελευταία επίσκεψη. Η πρώτη έκπληξη ήταν έξω από τον σταθμό, όπου πέρα από 5-6 ταξί που περίμεναν για πελάτες, τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά. Με ευκολία εύρισκες να σταθμεύσεις παντού, ακόμη και έξω από την πόρτα!
Η μεγάλη έκπληξη όμως, έρχεται μόλις περάσεις το κατώφλι της εισόδου! Αίφνης, ο χρόνος αστραπιαία γυρίζει πίσω στη δεκαετία του 70. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ελάχιστα έχουν αλλάξει από τότε. Αν άλλαξε κάτι, άλλαξε προς το χειρότερο, καθώς είναι προφανές πως κανείς δεν προσπάθησε να σβήσει τα σημάδια από τη φθορά του χρόνου. Για εκσυγχρονισμό και ανακαίνιση, ούτε κουβέντα! Η αίσθηση της εγκατάλειψης είναι εμφανής σε κάθε σημείο.
Πρόχειρες αυτοσχέδιες πινακίδες, βρώμικοι και αφρόντιστοι χώροι, αφόρητη ζέστη παντού. Θα μπορούσε να είναι η είσοδος ενός κρατικού νοσοκομείου που βρίσκεται σε εφημερία, ή μια πολυσύχναστη μέρα στα πολυϊατρεία του ΙΚΑ. Εκεί παραπέμπει η αποπνικτική ατμόσφαιρα και η αισθητική του χώρου. Θα μπορούσε όμως χωρίς υπερβολή, να είναι και εικόνα που συναντάς σε υπανάπτυκτη αφρικανική χώρα. Στην αποβάθρα η κατάσταση είναι απερίγραπτη.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων τουριστών είναι σε απόγνωση καθώς δεν μπορεί να βγάλει άκρη. Δεν υπάρχει ηλεκτρονικός πίνακας, δεν υπάρχει άνθρωπος να σε ενημερώσει, ενώ οι αναγγελίες γίνονται μόνο στα ελληνικά (με τον ίδιο στερεότυπο τρόπο όπως κάποτε και το εκπληκτικότερο με την ίδια απαίδευτη φωνή!). Η εικόνα της αμαξοστοιχίας που μπαίνει στο σταθμό είναι θλιβερή. Φθαρμένη σε αφάνταστο βαθμό, βρώμικη, καλυμμένη εξ ολοκλήρου με γκράφιτι!
Οι επιβάτες στην αποβάθρα ψάχνονται. Δεν υπάρχουν αριθμοί στα βαγόνια, οπότε μόνο στην τύχη μπορείς να βρεις το βαγόνι που αντιστοιχεί στο εισιτήριο σου, αφού δεν υπάρχει και κανείς να σε ενημερώσει. Δύο φορτηγά του στρατού που ξεφορτώνουν εφόδια και έχουν σταθμεύσει κάθετα στην αποβάθρα, κόβοντας την στη μέση, κάνουν περισσότερο περιπετειώδη την αναζήτηση! Η εικόνα είναι εντελώς απογοητευτική, αν αναλογιστεί κανείς πως για αυτή την απαράδεκτη και αναχρονιστική κατάσταση, ο ελληνικός λαός, ταξιδεύει δεν ταξιδεύει με το τραίνο, βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα ελλείμματα δισεκατομμυρίων που έχουν συσσωρευτεί.
Όποιος έχει ταξιδέψει με τραίνο στην Ευρώπη, αντιλαμβάνεται τον ελληνικό μεσαίωνα. Δεν είναι το πρόβλημα ο εκσυγχρονισμός του δικτύου, ή ηλεκτροκίνηση της γραμμής. Το πρόβλημα είναι πως ο συγκεκριμένος οργανισμός, εξακολουθεί να βρίσκεται στην δεκαετία του 70. Προέχει η αλλαγή εποχής!
Ο ΟΣΕ μπορεί σήμερα να έχει πρωτογενή πλεονάσματα, δεν μπορεί όμως να έχει μέλλον, καθώς βρίσκεται σε απόλυτη απαξίωση. Χρειάζεται ανασυγκρότηση εκ βάθρων. Όμως για να γίνει αυτό χρειάζονται πάρα πολλά χρήματα και αλλαγή νοοτροπίας. Δυστυχώς ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι διαθέσιμα σήμερα!
Στην αρχή νομίζεις πως ζεις μια παραίσθηση. Οι εικόνες είναι ακριβώς ίδιες με αυτές που είχε καταγράψει η μνήμη στο μακρινό παρελθόν. Σάββατο πρωί στον σταθμό Λαρίσης, δύο δεκαετίες σχεδόν από την τελευταία επίσκεψη. Η πρώτη έκπληξη ήταν έξω από τον σταθμό, όπου πέρα από 5-6 ταξί που περίμεναν για πελάτες, τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά. Με ευκολία εύρισκες να σταθμεύσεις παντού, ακόμη και έξω από την πόρτα!
Η μεγάλη έκπληξη όμως, έρχεται μόλις περάσεις το κατώφλι της εισόδου! Αίφνης, ο χρόνος αστραπιαία γυρίζει πίσω στη δεκαετία του 70. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ελάχιστα έχουν αλλάξει από τότε. Αν άλλαξε κάτι, άλλαξε προς το χειρότερο, καθώς είναι προφανές πως κανείς δεν προσπάθησε να σβήσει τα σημάδια από τη φθορά του χρόνου. Για εκσυγχρονισμό και ανακαίνιση, ούτε κουβέντα! Η αίσθηση της εγκατάλειψης είναι εμφανής σε κάθε σημείο.
Πρόχειρες αυτοσχέδιες πινακίδες, βρώμικοι και αφρόντιστοι χώροι, αφόρητη ζέστη παντού. Θα μπορούσε να είναι η είσοδος ενός κρατικού νοσοκομείου που βρίσκεται σε εφημερία, ή μια πολυσύχναστη μέρα στα πολυϊατρεία του ΙΚΑ. Εκεί παραπέμπει η αποπνικτική ατμόσφαιρα και η αισθητική του χώρου. Θα μπορούσε όμως χωρίς υπερβολή, να είναι και εικόνα που συναντάς σε υπανάπτυκτη αφρικανική χώρα. Στην αποβάθρα η κατάσταση είναι απερίγραπτη.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων τουριστών είναι σε απόγνωση καθώς δεν μπορεί να βγάλει άκρη. Δεν υπάρχει ηλεκτρονικός πίνακας, δεν υπάρχει άνθρωπος να σε ενημερώσει, ενώ οι αναγγελίες γίνονται μόνο στα ελληνικά (με τον ίδιο στερεότυπο τρόπο όπως κάποτε και το εκπληκτικότερο με την ίδια απαίδευτη φωνή!). Η εικόνα της αμαξοστοιχίας που μπαίνει στο σταθμό είναι θλιβερή. Φθαρμένη σε αφάνταστο βαθμό, βρώμικη, καλυμμένη εξ ολοκλήρου με γκράφιτι!
Οι επιβάτες στην αποβάθρα ψάχνονται. Δεν υπάρχουν αριθμοί στα βαγόνια, οπότε μόνο στην τύχη μπορείς να βρεις το βαγόνι που αντιστοιχεί στο εισιτήριο σου, αφού δεν υπάρχει και κανείς να σε ενημερώσει. Δύο φορτηγά του στρατού που ξεφορτώνουν εφόδια και έχουν σταθμεύσει κάθετα στην αποβάθρα, κόβοντας την στη μέση, κάνουν περισσότερο περιπετειώδη την αναζήτηση! Η εικόνα είναι εντελώς απογοητευτική, αν αναλογιστεί κανείς πως για αυτή την απαράδεκτη και αναχρονιστική κατάσταση, ο ελληνικός λαός, ταξιδεύει δεν ταξιδεύει με το τραίνο, βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα ελλείμματα δισεκατομμυρίων που έχουν συσσωρευτεί.
Όποιος έχει ταξιδέψει με τραίνο στην Ευρώπη, αντιλαμβάνεται τον ελληνικό μεσαίωνα. Δεν είναι το πρόβλημα ο εκσυγχρονισμός του δικτύου, ή ηλεκτροκίνηση της γραμμής. Το πρόβλημα είναι πως ο συγκεκριμένος οργανισμός, εξακολουθεί να βρίσκεται στην δεκαετία του 70. Προέχει η αλλαγή εποχής!
Ο ΟΣΕ μπορεί σήμερα να έχει πρωτογενή πλεονάσματα, δεν μπορεί όμως να έχει μέλλον, καθώς βρίσκεται σε απόλυτη απαξίωση. Χρειάζεται ανασυγκρότηση εκ βάθρων. Όμως για να γίνει αυτό χρειάζονται πάρα πολλά χρήματα και αλλαγή νοοτροπίας. Δυστυχώς ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι διαθέσιμα σήμερα!
Φίλε Τάκη, δυστυχώς έχεις απόλυτο δίκιο! Χρόνια τώρα όχι μ΄κνο ο κεντρικός σταθμός του ΟΣΕ αλλά και αεροδρόμια,λιμάνια κ.α. έχουν αφεθεί σκόπιμα στην τύχη τους για να απαξιωθούν οικονομικά και στα μάτια κάθε Έλληνα ή ξένου, ώστε τώρα να ξεπουληθούν μπιρ παρά (για να θυμηθώ λίγο και την μακρόχρονη συνύπαρξη με τους Τούρκους)! Λεφτά υπήρχαν αλλά οι κρατούντες προτιμούσαν να τα στέλνουν σε διάφορες τσέπες και βέβαια και στις δικές τους και σε κανένα μικρής ή μεσαίας κλίμακας έργο... Γιατί μην μάς πουν ότι χρειάζονταν πολλά λεφρά για μια ηλεκτρονική ταμπέλα στα ελληνικά ή αγγλικά, για πέντε αισθητικά και ελιτουργικά ανεκτούς χώρους στους σταθμούς, για δυο υπαλλήλους στην πατφόρμα και δέκα πινακίδες στα βαγόνια να βρίσκει κανείς το βαγόνι ή τη θέση στο...συρμό, όπως βαρύγδουπα μάς ενημερώνουν όταν αναχωρεί στο... άγνωστο με βάρκα την ελπίδα!
ΑπάντησηΔιαγραφή